- ἐρεθίσματος
- ἐρέθισμαprovocationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
ερεθιστικότητα — Στη βιολογία και στη γενική φυσιολογία σημαίνει την ικανότητα του ζωντανού πρωτοπλάσματος να αντιδρά σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με μεταβολή της σύστασής του, η οποία μερικές φορές δίνει πολύπλοκες αντιδράσεις. Αυτή η αντίδραση είναι σε… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… … Dictionary of Greek
ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… … Dictionary of Greek
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γεωτροπισμός — Φαινόμενο χαρακτηριστικό για τα διάφορα όργανα των φυτών (ρίζα, βλαστό και φύλλα), η κατεύθυνση των οποίων κατά την αύξησή τους επηρεάζεται από το πεδίο της βαρύτητας. Από τη σύγκριση του γ. και του γεωτακτισμού προκύπτει ότι ο πρώτος δεν είναι… … Dictionary of Greek